- μετεκπαιδεύω
- μετεκπαιδεύω, μετεκπαίδευσα βλ. πίν. 19
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μετεκπαιδεύω — παρέχω σε κάποιον συμπληρωματική εκπαίδευση μετά το πέρας τών σπουδών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εκ παιδεύω] … Dictionary of Greek
μετεκπαιδεύω — μετεκπαίδευσα, μετεκπαιδεύτηκα, μετεκπαιδευμένος, εκπαιδεύω συμπληρωματικά επιστήμονες, στελέχη κτλ. και μετά το τέλος των κανονικών σπουδών τους: Μετεκπαιδεύτηκε στην πλαστική χειρουργική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μετεκπαίδευση — η [μετεκπαιδεύω] ειδική συμπληρωματική εκπαίδευση που αφορά κυρίως τους λειτουργούς τής στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, τους επιστήμονες κάθε ειδικότητας, αλλά και τεχνίτες, εργάτες, υπαλλήλους, και αποσκοπεί στη συμπλήρωση και επέκταση τής… … Dictionary of Greek
μετεκπαιδευτής — ο, θηλ. τρια [μετεκπαιδεύω] αυτός που μετεκπαιδεύει κάποιον … Dictionary of Greek